-
1 главный
главный κύριος, βασικός γενικός (общий) \главныйгород (столица) η κύρια πόλη, η πρωτεύουσα \главный врач о αρχίατρος \главный почтамт το κεντρικό ταχυδρομείο \главныйое управление η γενική διεύθυνση ◇ \главныйым образом κυρίως* * *κύριος, βασικός; γενικός ( общий)гла́вный го́род (столица) — η κύρια πόλη, η πρωτεύουσα
гла́вный врач — ο αρχίατρος
гла́вный почта́мт — το κεντρικό ταχυδρομείο
гла́вное управле́ние — η γενική διεύθυνση
••гла́вным о́бразом — κυρίως
-
2 главный
επ.κύριος, πρώτιστος, βασικός• κεφαλαιώδης, ουσιώδης•-ая идея книги η κύρια ιδέα του βιβλίου•
-ые силы противника οι κύριες δυνάμεις του αντίπαλου•
это самое -ое αυτό είναι το κυριότερο.
|| γενικός•-ая квартира το γενικό στρατηγείο•
главный инженер ο γενικός μηχανικός, αρχιμηχανικός•
главный врач ο αρχίατρος•
главный редактор αρχισυντάκτης.
εκφρ.- ое предложение – (γραμμ.) κύρια πρόταση•- ая книга – (λογιστ.) το καθολικό (βιβλίο)•- ым образом – κυρίως, κατά κύριο λόγο, κατά πρώτο, βασικά•- ое дело – πρώτο και κύριο, ιδιαίτερα σοβαρό, πολύ ουσιώδες. -
3 главный
гла́вн||ыйприл1. κύριος, κυριώτερος, γενικός, σπουδαιότερος/ βασικός (основной):\главный город ἡ κυριώτερη πόλη, ἡ πρωτεύουσα· \главный штаб τό γενικόν ἐπιτε-λεῖον \главныйое управление ἡ γενική διεύθυν-σις· \главныйое предложение грам. ἡ κυρία πρόταση [-ις]·2. (старший) γενικός:\главный бухгалтер ὁ γενικός λογιστής, ὁ ἀρχιλογιστής· \главный инженер ὁ ἀρχιμηχανικός· \главный врач ὁ ἀρχίατρος· \главный редактор ὁ ἀρχισυντάκτης· ◊ \главныйым образом βασικά, κυρίως. Ιδίως, πρό πάντων. -
4 диаметр
η διάμετρ/οςсопряжённые - ы συζυγείς - οι (πλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диаметр
-
5 квершлаг
горн. η είσοδος, η στοά (του ορυχείου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > квершлаг
-
6 лонжерон
η διαμήκης δοκόςнеразрезной - άκοπη -, συνεχόμενη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лонжерон
-
7 луч
1. мат. η ημιευθεία 2. (пучок света, электронов) η ακτίν/α (του φωτός)отражённый - της ανάκλασης/αντανάκλασης- ες χ(χι)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > луч
-
8 минор
1. мат. η (ορίζουσα) ελάσσων 2. муз. η ελάσσων (κλίμακα), το έλλασον, το μινόρε (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > минор
-
9 фасад
η πρόσοψηглавный - κυρία -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фасад
-
10 клапан
1. тех. η βαλβίδα, το επιστόμιοатмосферный (тепл.) - ατμοσφαιρική -быстродействующий - γρήγορης/άμεσης λειτουργίαςбыстрозакрывающийся - γρήγορου/άμεσου κλεισίματοςбыстрооткрыва-ющийся - γρήγορου/άμεσου ανοίγματοςвыхлопной - καυσαερίων/εξάτμισης- д.в.с выхлопной - εξαγωγής καυσαερίων της μηχανής εσωτερικής καύσεως (ΜΕΚ)- αέροςзабортный мор. - θαλάσσηςмногоходовой - πολλών ροών/διαδρόμωνнагнетательный - κατάθλιψης, καταθλιπτική -отливной - εξαγωγής/εκροήςперепускной - см. перегрузочныйпитательный - παροχής/τροφοδοτησηςрегулировочный - ελέγχου/χειρισμούредукционный - μείωσης της πίεσης, ο μειωτήραςсекущий - απομόνωσης, - слива топлива ав. - εκροής καυσίμωνстопорный - διακοπής/ασφάλισης, тарельчатый - δισκοειδής -тормозной - φρένου/πέδης2. муз. τοκλειδί (μουσικού οργάνου) 3. анат. η βαλβίδαдвустворчатый - см. митральный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клапан
-
11 генератор
η γεννήτριαглавный мор. - κύρια -- пены горн. - αφρού- развертки η χρονογεννήτρια, βασική -- с самовозбуждением (автогенератор) - με αυτοδιέγερση, η αυτο-γεννήτριαстояночный мор. - του λιμέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > генератор
-
12 двигатель
1. (машина, превращающая какой-л. вид энергии в механическую энергию) о κινητήραςтепловой - о θερμοκινητήρας, η θερμοδυναμική μηχανή2. (внутреннего сгорания) η μη-χαν/ή εσωτερικής καύσεως (Μ ΕΚ)· * включать - θέτω τη - σε κίνηση/λειτουργίαβάζω εμπρόςτη -выключать - διακόπτω/σταματώ τη λειτουργία της - ής -- σταματάавиационный - των αεροσκαφών, ο αεροπορικός κινητήρας- με ζύγωμα, κο-роткоходный - βραχείας διαδρομήςкрейц-копфный - με σταυρό/ζύγωμαопытный - δοκιμαστική -, πειραματική -реверсивный - της αναστροφής, αναστρέψιμη -резервный - εφεδρική -, ρο-тативный - περιστρεφόμενη -- с V-образным расположением цилиндров - της διάταξης/του σχήματος Vтепловой - θερμική -, η θερμική ή θερμοδυναμική μηχανή3. (реактивный) η αεριο-προωθητική μηχανή, η μηχανή προώθησης της αντίδρασηςгазотурбинный - о αεριοστροβιλοκινητήρας, ο αεριοστρόβιλοςтурбовентиляторный - см. турбореактивный двухконтурный -турбовинтовой - ав. о ελικοστροβιλοκινητήρας, το τουρμποπρόπ (ξεν.)турбореактивный двухконтурный - (ТРДД) о στροβιλοαντιδρα-στήρας διπλής ροής, ο στροβιλοανεμιστήραςтурбореактивный - с форсажной камерой сгорания (ТРДФ) о στροβιλοαντιδραστήρας με μετακαυστήρα4. (электрический) о ηλεκτρικός κινητήρας, ο ηλεκτροκινητήρας 5. (атомный) η ατομική μηχανή, η λειτουργούσα μέσω ατομικής ενέργειας μηχανή 6. (внешне-внутреннего сгорания) η μηχανή εξωτερικής-εσωτερικής καύσεως· паровой - η ατμομηχανή, ο ατμοκι-νητήρας 7. (ветряной) о ανεμοκινητήρας, η Αιολική μηχανή 8. (вечный) το αεικίνητοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > двигатель
-
13 корневище
1. (подземный стебель) το ρίζωμα 2. (главный корень) η κυρία ρίζα (του φυτού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корневище
-
14 угол
1. (мат., тех) η γωνί/αвестовый - см. часовой -мор.) - της κλίσης- наклона (кривой траектории и т.п.) - κλίσης- напыления (между осью струи и покрываемой поверхностью) - ψεκασμού (ανάμεσα στον άξονα ροής και την επιφάνεια της επικάλυψης)предельный - опт. οριακή -путевой (нвг.) - πορείαςтрёхгранный - см. телесный -часовой - (нвг.)(вестовый угол) δυτική οριακή -шаговый(гребного винта) - βήματος (της έλικας)2.(место пересечения двух предметов двух сторон и т.п.) η γωνιά, ο κόμβοςτοσημείο συνάντησης (δύο αντικειμένων ή πλευρών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угол
-
15 вход
входм ἡ είσοδος, ἡ μπασιά:главный \вход ἡ κεντρική είσοδος, ἡ κυρία είσοδος, ὁ πυλών \вход бесплатный είσοδος ἐλευθέρα, είσοδος δωρεάν \вход воспрещен ἀπαγορεύεται ἡ είσοδος. -
16 основиой
основи||о́йприл θεμελιώδης, βασικός, κύριος (главный)/ οὐσιώδης (существенный):\основиойо́й закон ὁ θεμέλιος νόμος, τό σύνταγμα· \основиойой признак τό κύριον (τό βασικό) γνώρισμα, ἡ βασική Ενδειξις· \основиойая причина ἡ βασική αίτία, ἡ αἰτιολογία, τό αίτιολογικό[ν]· \основиойые моменты τά κύρια σημεία· \основиойые отрасли промышленности οἱ βασικοί κλάδοι τής βιομηχανίας· \основиойые средства производства эк. τά βασικά μέσα παραγωγής· \основиойой капитал эк. τό βασικό κεφάλαιο· \основиойые цвета физ. τά βασικά χρώματα. -
17 вход
-а α.είσοδος, εισέλευση, εισχώρηση, το έμπα, η μπασιά•вход свободный ελεύθερη είσοδος•
главный вход η κυρία είσοδος•
вход воспре-щен απαγορεύεται η είσοδος.
См. также в других словарях:
СУДОПРОИЗВОДСТВО — • Iudicium, процесс. a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 … Реальный словарь классических древностей
Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей … Википедия